- στασίνχαλκον
- στᾰσίνχαλκον, τό,A stand for a copper vessel, PCair.Zen.14 (b).17 (iii B.C., pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στασίνχαλκον — τὸ, Α έπιπλο ή κοίλωμα στο οποίο στηριζόταν χάλκινο αγγείο με κυρτή βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + χαλκός] … Dictionary of Greek